εκσπλάγχνιση

εκσπλάγχνιση
[-ις (-εως)] η мед. иссечение плода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκσπλάγχνιση" в других словарях:

  • εκσπλάγχνιση — η 1. η αφαίρεση τών σπλάγχνων 2. ιατρ. α) είδος εμβρυοτομίας κατά την οποία αφαιρούνται τα σπλάγχνα τού εμβρύου που βρίσκεται στη μήτρα β) η έξοδος τών κοιλιακών σπλάγχνων που οφείλεται σε διάρρηξη χειρουργικού τραύματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»